- κρυπτεύω
- κρυπτεύω, verbergen; sich verstecken
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κρυπτεύω — hide oneself pres subj act 1st sg κρυπτεύω hide oneself pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυπτεύω — (Α) [κρυπτός] 1. (μτβ.) κρύβω 2. (αμτβ.) κρύβομαι, κρύβω τον εαυτό μου, μένω κρυμμένος 3. παθ. κρυπτεύομαι ενεδρεύομαι, μού στήνουν ενέδρα, παγίδα … Dictionary of Greek
κρυπτεύουσι — κρυπτεύω hide oneself pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κρυπτεύω hide oneself pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυπτεύειν — κρυπτεύω hide oneself pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυπτεύομαι — κρυπτεύω hide oneself pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυπτεία — Αστυνομικό σώμα της αρχαίας Σπάρτης. Κύρια αποστολή του ήταν ο έλεγχος των ειλώτων και είχε θεσπιστεί με νόμο από τον Λυκούργο. Η υπηρεσία αυτή επανδρωνόταν σε ετήσια βάση από νεαρούς Σπαρτιάτες, οι οποίοι διορίζονταν από τους έφορους. Οι νέοι… … Dictionary of Greek